- οἰκισταί
- οἰκιστήςcolonizermasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
въсельникъ — ВЪСЕЛЬНИК|Ъ (2*), А с. Тот, кто вселился, поселился: ты же г҃и при˫атъ ихъ. и раю пища всельника створи. СбЯр XIII, 222; аще хощете жизнь бесмертьную при˫ати… аще хощете вселни||ци раю быти (οἰκισταί) ФСт XIV, 2–3 … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οικιστής — ο (Α οἰκιστής) [οικίζω] αυτός που οικίζει έναν τόπο με εποίκους, ιδρυτής πόλεως ή αποικίας αρχ. 1. αυτός που καταρτίζει καταστατικούς νόμους για μία πόλη 2. στον πληθ. οἱ οἰκισταί (στη Ρώμη) οι τρεις άρχοντες, η τριανδρία που επιστατούσαν σε… … Dictionary of Greek